arrêté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrêté | arrêtés |
arrêté (fr) αρσενικό
- η απόφαση
ενικός | πληθυντικός |
arrêté | arrêtés |
arrêté (fr) αρσενικό