arrestation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arrestation arrestations

arrestation (fr) θηλυκό

la police a procédé à son arrestation : η αστυνομία τον συνέλαβε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]