arrival
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrival | arrivals |
arrival (en)
- η άφιξη, ο ερχομός
- ↪ The arrival of swallows means that spring has come.
- Ο ερχομός των χελιδονιών σημαίνει πως έφτασε η άνοιξη.
- ↪ The arrival of swallows means that spring has come.