arrow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
arrow arrows

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arrow (en)

  1. (οπλισμός) το βέλος
  2. το βέλος, το βελάκι, καθετί με τη μορφή ενός βέλους
    Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
    Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]