arteria

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arteria (sq)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arteria (eu)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arteria (es)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arteria arterie

arteria (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arteria (la)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arteria