artwork

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
artwork artworks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
artwork < art + -work

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

artwork (en)