as one
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]as one (en)
- (ιδιωματισμός, επίσημο) ομαδικά
- ↪ They resigned as one.
- Παραιτήθηκαν ομαδικά.
- ↪ They resigned as one.