assavoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]assavoir (fr)
- (παρωχημένο) ξέρω (στην παρωχημένη έκφραση faire assavoir)
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]assavoir (fr)
assavoir (fr)
assavoir (fr)