assavoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

assavoir (fr)

  1. (παρωχημένο) ξέρω (στην παρωχημένη έκφραση faire assavoir)
     συνώνυμα: savoir

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

assavoir (fr)

  1. (παρωχημένο) δηλαδή, ως εξής (παρουσιάζει μια σειρά από παρεμφερή στοιχεία)
     συνώνυμα: à savoir, savoir