associative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈsoʊ.ʃi.ə.tɪv/ & /əˈsoʊ.si.ə.tɪv/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

associative (en)

  1. (άλγεβρα) προσεταιριστικός
    associative property - προσεταιριστική ιδιότητα
  2. (ψυχολογία) συνειρμικός
    associative learning - συνειρμική μάθηση

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
associative associatives

associative (fr) θηλυκό