assumir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

assumir (pt)

  1. προϋποθέτω
  2. αναλαμβάνω
  3. δέχομαι ως αληθινή υπόθεση, υποθέτω με βεβαιότητα, δέχομαι ένα αξίωμα π.χ. της γεωμετρίας
  4. (μέσο) θεωρούμαι