assuré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό assuré assurés
θηλυκό assurée assurées

Επίθετο

[επεξεργασία]

assuré (fr)

  1. εξασφαλισμένος
    il a ses arrières assurés - έχει τα νώτα του εξασφαλισμένα
  2. σίγουρος
    il avait un air assuré - φαινόταν σίγουρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assuré (fr) αρσενικό