astaciculture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
astaciculture astacicultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

astaciculture (fr) θηλυκό