atomiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]atomiser (fr)
- διασπώ (κάτι) σε μικροσκοπικά σωματίδια
- καταστρέφω (κάτι) μέσω μιας ατομικής βόμβας
- (μεταφορικά) διαμελίζω (κάποια οργάνωση ή κοινότητα)