attracteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.tʁak.tœʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό attracteur attracteurs
θηλυκό attractrice attractrices

attracteur (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attracteur attracteurs

attracteur (fr)

  • le Grand Attracteur: στην αστρονομία, σημείο προς το οποίο μετακινείται η τοπική ομάδα γαλαξιών (στην οποία ανήκει ο γαλαξίας μας)

Συγγενικά

[επεξεργασία]