attribution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attribution (en)

  • η απόδοση (πχ. ενός κειμένου σε έναν συγγραφέα)



      ενικός         πληθυντικός  
attribution attributions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attribution (fr) θηλυκό

  1. η απόδοση
  2. η κατανομή
  3. η ανάθεση
  4. η εκχώρηση

Συγγενικά

[επεξεργασία]