au bout de

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
au bout de → δείτε τις λέξεις bout και de

Έκφραση

[επεξεργασία]

au bout de (fr)

  1. στο τέλος, στα όρια
    La maison se situe au bout du chemin.
    Το σπίτι βρίσκεται στο τέλος του δρόμου.
     συνώνυμα: au terme de
  2. (χρονικό) μετά
    Il a fini son travail au bout de quinze jours.
    Τελείωσε την εργασία του μετά δεκαπέντε μέρες.
     συνώνυμα: après