audible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
audible < μέση γαλλική audible < λατινική audibilis < audire (ακούω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔːdɪbl̩/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός audible
συγκριτικός more audible
υπερθετικός most audible

audible (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
audible audibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

audible (fr)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]