aufwachen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

aufwachen (de)

  • ξυπνώ (εγώ ο ίδιος)
    er wacht auf um sieben - ξυπνάει στις εφτά

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]