ausbreiten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ausbreiten (de)
- απλώνω, ξεδιπλώνω
- wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten
- θα μπορούσαμε να ξεδιπλώσουμε τους υπνόσακούς μας εδώ
- wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten