austerity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- austerity < γαλλική austerité < λατινική austeritas < austerus < αρχαία ελληνική αὐστηρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]austerity (en)