autoécole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
autoécole | autoécoles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]autoécole (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη auto-école
ενικός | πληθυντικός |
autoécole | autoécoles |
autoécole (fr) θηλυκό