avertissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vɛʁ.tis.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
avertissement | avertissements |
avertissement (fr) αρσενικό
- η προειδοποίηση, η νουθεσία