avoir raison de

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avoir raison de → δείτε τις λέξεις avoir, raison και de

Ρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

avoir raison de (fr) quelqu'un