avril

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /a.vʁil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avril (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • en avril ne te découvre pas d'un fil: εννοεί ότι τον Απρίλιο, λόγω του άστατου καιρού, δεν πρέπει να βγαίνει κανείς έξω χωρίς να προστατευτεί από τη βροχή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
Οι μήνες του χρόνου
Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος
janvier février mars avril
Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος
mai juin juillet août
Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος
septembre octobre novembre décembre