awkward

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός awkward
συγκριτικός awkwarder / more awkward
υπερθετικός awkwardest / most awkward

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

awkward < awk + -ward

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɔːk.wəd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈɔk.wɚd/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

awkward (en)

  1. άβολος, αμήχανος, στενόχωρος, που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήμα
    Things were a bit awkward at the party when her ex-boyfriend showed up.
    Ήταν λίγο άβολα τα πράγματα στο πάρτι όταν εμφανίστηκε το πρώην αγόρι της.
    an awkward silence - μια στενόχωρη σιωπή
    Everyone felt awkward when he came in.
    Όλοι νιώσαμε στενόχωρα όταν μπήκε μέσα.
  2. αδέξιος στις κινήσεις ή στη συμπεριφορά, δεν κινείται με εύκολο τρόπο
    The penguin is awkward on land but an amazing swimmer in the water.
    Ο πιγκουίνος είναι αδέξιος στη ξηρά αλλά θαυμάσιος κολυμβητής στο νερό.

Σύνθετα

[επεξεργασία]