bâtard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bâtard | bâtards |
bâtard (fr) αρσενικό
- ο μπάσταρδος, το μούλικο
ενικός | πληθυντικός |
bâtard | bâtards |
bâtard (fr) αρσενικό