béatifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
béatifique béatifiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

béatifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό