bédo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bédo < verlan του daube

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /be.dɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bédo bédos

bédo (fr) αρσενικό

  1. (αργκό, οικείο) το χασίς
  2. (αργκό, οικείο) το τσιγαριλίκι

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]