béotien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό béotien béotiens
θηλυκό béotienne béotiennes

béotien (fr)

  1. χοντροκομμένος
  2. άσχετος, ανίδεος, χαζός, ανίδεος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό béotien béotiens
θηλυκό béotienne béotiennes

béotien (fr)

  1. κάποιος που είναι χοντροκομμένος
  2. κάποιος που είναι άσχετος, ανίδεος με κάποιο θέμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

αντώνυμα του χοντροκομμένος

αντώνυμα του άσχετος, ανίδεος

Συγγενικά

[επεξεργασία]