bêta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bêta bêtas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bêta (fr) αρσενικό