bıçaklamak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bɯ.t͡ʃɑk.ɫɑˈmɑk/
Ρήμα
[επεξεργασία]bıçaklamak (tr)
bıçaklamak (tr)