babacık

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

babacık (tr)

  1. μπαμπάκας, πατερούλης
    Babacığım! - Μπαμπάκα μου!