bachoter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bachoter < bachot (απολυτήριο λυκείου στη Γαλλία, → δείτε τη λέξη baccalauréat)
Ρήμα
[επεξεργασία]bachoter (fr)
- προετοιμάζω βιαστικά εξετάσεις αποστηθίζοντας επιφανειακά την ύλη
- (ειδικότερα) μελετώ για το απολυτήριο του λυκείου