bafouer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bafouer < μέση γαλλική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.fwe/
 

bafouer (fr)

  • χλευάζω
    Les droits de l'Homme sont bafoués dans ce pays. - Τα ανθρώπινα δικαιώματα χλευάζονται σ' αυτή τη χώρα.