baked
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]baked (en)
- ψημένος (στο φούρνο)
- (αργκό) για κάποιον που έχει καπνίσει πολλή μαριχουάνα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]baked (en)
baked (en)
baked (en)