balloches

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balloches (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα αρχίδια, οι όρχεις
  2. το θάρρος, το κουράγιο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]