ballot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ballot (en)
- η ψηφοφορία, η εκλογή
- το ψηφοδέλτιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ballot | ballots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ballot (fr) αρσενικό
- μικρό δέμα εμπορευμάτων
- μικρό δέμα με προσωπικά είδη (ρούχα, κλπ)
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ballot | ballots |
ballot (fr) αρσενικό