bang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bang (en)

  1. ο ήχος μιας έκρηξης, πυροβολισμού κλπ
  2. (ΗΠΑ) (στον πληθυντικό) οι αφέλειες στα μαλλιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bang (en)

  1. βροντώ, βροντοκοπώ
  2. γαμώ

Σύνθετα

[επεξεργασία]