banqueroute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
banqueroute banqueroutes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

banqueroute (fr) θηλυκό