barbershop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
barbershop | barbershops |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]barbershop (en)
- το κουρείο
- ↪ Do you shave yourself or go to the barbershop?
- Ξυρίζεσαι μόνος σου ή πας στο κουρείο;
- ↪ Do you shave yourself or go to the barbershop?