baseboard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
baseboard < base + board

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
baseboard baseboards

baseboard (en)

  1. (ΗΠΑ) το σοβατεπί
  2. (πληροφορική) συνώνυμο του motherboard
    άλλη γραφή: base board

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]