bash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας bash
γ΄ ενικό ενεστώτα bashes
αόριστος bashed
παθητική μετοχή bashed
ενεργητική μετοχή bashing

bash (en)

  1. κοπανώ, χτυπώ
  2. συντρίβω
  3. συγκρούομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον
  4. κάνω δριμεία κριτική
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize