batterie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.tʁi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
batterie batteries

batterie (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Η μικρή ηλεκτρική μπαταρία λέγεται pile.