battery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
battery batteries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

battery (en)

  1. η μπαταρία (μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας)
  2. η βιαιοπραγία
  3. η πυροβολαρχία
  4. η ομοβροντία
  5. η συστοιχία πυροβόλων