battle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
battle battles

battle (en)

ενεστώτας battle
γ΄ ενικό ενεστώτα battles
αόριστος battled
παθητική μετοχή battled
ενεργητική μετοχή battling

battle (en)

  1. αγωνίζομαι, παλεύω
  2. μάχομαι, πολεμώ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fight