battle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
battle | battles |
battle (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | battle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | battles |
αόριστος | battled |
παθητική μετοχή | battled |
ενεργητική μετοχή | battling |
battle (en)