baver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

baver (fr)

  1. βγάζω σάλιο
  2. κηλιδώνω (πέννα)
  3. (οικείο) λέω λόγια εναντίον κάποιου

Συγγενικά

[επεξεργασία]