beaten track
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]beaten track (en)
- πολυσύχναστος δρόμος ή περιοχή
- The isolated cottage was well off the beaten track.
- η πεπατημένη