bebedeira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bebedeira | bebedeiras |
bebedeira (pt) θηλυκό
- το μεθύσι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bebedeira | bebedeiras |
bebedeira (pt) θηλυκό