become

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας become
γ΄ ενικό ενεστώτα becomes
αόριστος became
παθητική μετοχή become
ενεργητική μετοχή becoming
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

become (en)

  1. γίνομαι, αρχίζω να είμαι κάτι
    As the day went on, the heat became stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
    I want to become a translator, that’s why I study three foreign languages.
    Θέλω να γίνω μεταφραστής για αυτό σπουδάζω τρεις ξένες γλώσσες.
  2. (επίσημο) μου πάει (π.χ. ρούχο), μου ταιριάζει