benevolência
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- benevolência < από το λατινικό benevolentia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
benevolência | benevolências |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]benevolência (pt) θηλυκό