benevolência

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
benevolência < από το λατινικό benevolentia
ενικός πληθυντικός
benevolência benevolências

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

benevolência (pt) θηλυκό